Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Έπαψε να 'ναι άνθρωπος...

  Κι ήταν η αυλή γεμάτη χώματα και ξεραμένα φύλλα. Φυσούσε ο άνεμος και τα πουλιά κάναν το κάθε απόγευμα ξεχωριστό με το κελάηδισμά τους. Τί κι αν την χτύπαγε αλύπητα το κρύο; Ήταν εκεί, κι ο Μεγάλος Πατέρας την έβλεπε και την ευλογούσε στέλνοντας λίγες ακτίνες ήλιο μετά τα δάκρυα της Παρθένου κόρης που έλουζαν τον τόπο. Δάκρυα για το μονάκριβο παιδί της που σταυρώνεται ξανά και ξανά μπροστά στα λάθη των θνητών. Θνητών όπως ο γέρος που καθόταν στο σκαμνί κάτω από τη μουριά και ψέλλιζε ύμνους κι εγκώμια με τα μάτια του να ατενίζουν τον ουρανό. Κάθε απόγευμα καθόταν εκεί κάτω απ' το δέντρο και μιλούσε με τη φύση, με τα δέντρα, τα πουλιά, τα καλοκαίρια και τους χειμώνες. Αυτοί ήταν οι φίλοι του. Που και που μιλούσε και με τον εαυτό του. Άλλοτε σκοτείνιαζε στη θύμηση του χθες, άλλοτε πάλι σαν αεράκι αλμυρό η θάλασσα της ψυχής του τον εξιλέωνε και τον παρέδινε ήρεμο και γαλήνιο εκείνες τις βραδιές εις τες αγκάλες του Μορφέως. Κι έφευγε απ'τη φτωχογειτονιά, κι άφηνε πίσω τα συντρίμμια και τους χωματένιους δρόμους, κι ωσάν στα πόδια του να φύτρωναν φτερά, πετούσε μακριά απ' τη δυστυχία και τη φτώχεια, πέρα απ' το φαίνεσθαι και την υποκρισία. Κι έπεφτε δούλος μπρος στα ματωμένα πόδια του Χριστού, με δάκρυα στα μάτια ζούσε το θαύμα κι άλαλη η καρδιά του έκανε να βγει απ' τα στήθια να πετάξει κι εκείνη για ν' αγγίξει την τόσο πικρή και τόσο γλυκιά συνάμα εικόνα Εκείνου, που μέσα απ' τους χιτώνες του ακτινοβολούσε φως, και τυφλωνόταν ο γεράκος κι έβαζε τα χέρια του μπροστά στα μάτια.
  Κι ύστερα ερχόταν το ξημέρωμα, κι ο αλέκτωρ με βροντερή λαλιά σήμαινε καινούρια μέρα κι έβγαιν' ο γέρος στην αυλή και φρόντιζε τους φίλους του. Τους έδινε νερό για να καρποφορήσουν και κουράγιο να του δώσουν στην γεμάτη βάσανα ζωή του. Ήταν μονάχος του μες στην αυλή. Κι όταν ξεράθηκε κι εκείνη και ξένη μπότα την πάτησε, και τότε ο γέρος κάθονταν κι ατένιζε τον ουρανό. Και ψέλλιζε ύμνους και εγκώμια στην Παρθένο κόρη. Μα τότε είχε πάψει να 'ναι άνθρωπος. Άφησε το άψυχο σώμα κάτω απ' τη μουριά και πέταξε μακριά, πέταξε προς το φως κι έγινε ένα με την λάμψη αυτή του Πατέρα. Δεν ήταν γέρος πια, ήταν η φύση, τα δέντρα, τα πουλιά, τα καλοκαίρια, οι χειμώνες. Ήταν οι φίλοι του που του κρατούσαν συντροφιά στον δύσκολο αγώνα για τη νίκη. Τη νίκη;
Έπαψε να 'ναι άνθρωπος. Τί κι αν ο κόσμος χρειαζότανε ανθρώπους; Ήταν αργά.
Τώρα το μόνο που θυμάται είναι οι ύμνοι και τα άσματα. "Χαίρε νύμφη ανύμφευτε".....

WeirdP.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου