Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

«σε κείνον που δεν πίστεψε ποτέ, πως ήταν ποιητής»


των ανθρώπων οι μάσκες έπεσαν
χάραξε η γης
και το φεγγάρι χάθηκε στο φως του ήλιου
ποια αρμύρα άραγε σε ξέρασε στον τοπο μας;


άφοβος απ’ το θάνατο
γίνηκες σα θεός ανάμεσα στα θάματα βαλμένος


και από τ’ ανάθεμα που σκόρπισες
νωρίς νωρίς ακόμη, ήσουν παιδί
σώπασαν όλοι της
γης οι μεγάλοι


μ’ ένα κοντυλοφόρο στα μικρά σου χέρια
θυμάμαι να σκορπάς παντού τις λέξεις
κι ως που να σε μαζέψω
είχες πουλήσει τις μισές
για ένα παιχνίδι


ήσουν παιδί
δεν λύγισες πως τα ρητά σου είχαν αξία
και που να το ξερες
πως κάποτε θα σε διάβαζαν πολλοί


πίσω στ’ ανάθεμα
και το τσιγάρο σα μεγάλωσες,
δε βγήκε από το στόμα σου στιγμή
με κούρασες


δεν το θελες, το ξέρω
ξέχασες πως γεννιούνται οι λέξεις
και πουλήθηκες
για ένα παιχνίδι


μα σε συγχώρησα.
για μένα


ήσουν παιδί
δεν λόγισες πως τα ρητά σου είχαν αξία
άλλωστε που να το ξερες
πως πάνω από το νεκροκρέβατό σου
θα θρηνούσαμε έναν ποιητή


-ξέρετε ποιος γράφει.


Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

πίσω απ' το φως και το βελούδο

  Πολλές φορές, λανθασμένα, ψάχνουμε τη γοητεία μπροστά από τα φώτα. Στην τηλεόραση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα περιοδικά, το ιντερνετ, οπουδήποτε δηλαδή έξω από τη ζωή μας. Δεν έχουμε καταλάβει όμως ένα πράγμα. Τον κόσμο, τον αληθινό κόσμο μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει μόνο με τις αισθήσεις του. Την αφή, την όραση, τη γεύση, την ακοή και την όσφρηση. Ούτε με το τηλεκοντρόλ ούτε με το mouse, ούτε με τη webcam. Μόνο με τις αισθήσεις του. Αν δεν αγγίξεις κάποιον, αν δε νιώσεις την ανάσα του να σε καίει, αν δεν ακούσεις τη φωνή του, αν δεν μυρίσεις τα ρούχα του και τα μαλλιά του, πως μπορείς να λες ότι ανήκει στον κόσμο σου; Ζούμε σε μια εποχή όπου η αφή μας περιορίζεται στο αφής κινητό μας και στα κουμπιά του πληκτρολογίου. Πλέον έχουμε ανάγκη από ενέσεις ρομαντισμού μέσα από τον κινηματογράφο γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε πάψει να είμαστε ρομαντικοί. Και για να είναι κάποιος ρομαντικός δεν χρειάζεται να μοιράζει κόκκινα τριαντάφυλλα και να διαβάζει Άρλεκιν.
  Αν ανατρέξουμε στον 18ο αιώνα μ.Χ. θα καταλάβουμε πως ο ρομαντισμός αποτελούσε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που πρεσβεύει την υπεροχή του συναισθήματος έναντι της λογικής. Μια καταναλωτική και υλιστική εποχή σαν τη δική μας έχει χάσει τελείως την επαφή με το συναίσθημα με αποτέλεσμα να κυριαρχεί παντού το χρήμα και τα άψυχα αγαθά. Ακόμα και η τέχνη υπηρετεί συμφέροντα και "τρέχει" συνεχώς πίσω από τα χρήματα.  Ελάχιστοι καλλιτέχνες πλέον υπηρετούν την τέχνη και τυχαίνει να είναι οι ίδιοι που "τρώνε την πόρτα στα μούτρα" από τις δισκογραφικές εταιρίες, τις εκθέσεις, τους εκδοτικούς οίκους, τις παραγωγές σε τηλεόραση και κινηματογράφο. Τι μας μαθαίνει η σημερινή τέχνη λοιπόν; Να κουνάμε παλινδρομικά τα γενετήσια μας; Να λατρεύουμε το τεχνητό και να απορρίπτουμε το φυσικό; Να θεωρούμε τη γενετήσια πράξη παιχνίδι για τον ελεύθερο χρόνο μας  και να χαρίζουμε τον εαυτό μας στον πρώτο τυχόντα; Να λατρεύουμε τα "διαμάντια" του σήμερα και να εμπιστευόμαστε τα charts και τους κριτικούς περισσότερο από τη δική μας κρίση; Όχι λοιπόν. Αν είναι αυτά τα όσα πραγματεύεται η σημερινή τέχνη προτιμώ να είμαι άμουση.
  Ο χρυσός της εποχή μας περισσότερο με λάσπη φαντάζει παρά με την προσωποποίηση της τελειότητας. Η τελειότητα κρύβεται πίσω από το φως, πίσω από το βελούδο. Στο σκοτάδι και στο βαμβάκι. Κρύβεται στην απλότητα του ανθρώπου και στην ικανότητα του να γίνεται δημιουργός μέσα από την πιο μυστηριακή και συναισθηματική ένωση. Τον έρωτα. Αν ο ίδιος ο άνθρωπος είναι γέννημα του συναισθήματος πως να δεχθεί μια τέχνη χωρίς συναίσθημα; Πως να γίνει ένας άνθρωπος χωρίς ρομαντισμό; Κι όμως έγινε. Γίναμε. Κι όμως τη δέχθηκε. Τη δεχθήκαμε. Καιρός όμως να γίνουμε εμείς τέχνη και να δώσουμε στο "περιθώριο" τη θέση που του αρμόζει. Κι αλίμονο αν δεν είχαμε και το περιθώριο να μας ορίζει. Μέσα από τη ζωή σου μαθαίνεις ένα πράγμα. Πως μπορεί τη μια στιγμή να κοιμάσαι σε μεταξένια σεντόνια και την άλλη να ψάχνεις για τροφή στα σκουπίδια. Αν δε μάθεις λοιπόν να είσαι άνθρωπος, όσο ζεστά κι αν είναι τα ρούχα σου δεν θα καταφέρεις ποτέ να νιώσεις τι σημαίνει ζεστασιά. Κι αν η τέχνη σου είναι η ρίμα, η χορδή, η πένα, τα χέρια, τα πόδια, η φωνή, μόνο αν είσαι άνθρωπος θα μπορείς να τη χαρίζεις.
   Ίσως να φταίει η κοινωνία για τον υλισμό μας, μα η κοινωνία είμαστε εμείς. Αν το δικό μας γόητρο είναι η ύλη, τότε κι η τέχνη δεν θα έχει που να απευθυνθεί και θα αφανιστεί μαζί με την ανθρωπιά και το ρομαντισμό.
  Κι αν κατηγορείς τον τύπο με τη σύριγγα στο χέρι που σου χαλάει την αισθητική και τον ξένο που κλέβει και βιάζει και τον μετανάστη που σου παίρνει τη δουλειά και τα λεφτά και την κοινωνία που "σου φτιάξανε" να ζεις, μάθε πως έχεις μερίδιο στην ευθύνη. Το ουράνιο τόξο είναι όμορφο γιατί αποτελείται από πολλά χρώματα. Ο άνθρωπος γίνεται καλύτερος βοηθώντας τους άλλους ανθρώπους. Μοιράζοντας την πατρίδα σου με άλλους γίνεσαι καλύτερος πατριώτης απ' ότι αν έκανες το αντίθετο. Τραγουδώντας δε χαλάς τη φωνή σου, παίρνεις λίγη απ' τη φασαρία της πόλης και την κάνεις τραγούδι. Με όποιον τρόπο κι αν διαλέξεις να τραγουδάς. Είτε με το στόμα, είτε με ένα βλέμμα αγάπης που θα δείξεις σε κάποιον που η μέρα του δεν πάει και τόσο καλά, που περνάει δύσκολα. Όλα αυτά είναι αλήθειες βγαλμένες από τη ζωή. Αλήθειες που αποσιωπήθηκαν με την πάροδο του χρόνου κάνοντάς μας ανθεκτικούς στη βία και την ωμότητα της άτεχνης ζωής. Αυτό όμως δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Πως τέχνη δεν είναι μόνο η μουσική, ο χορός, το τραγούδι, η ζωγραφική, το γράψιμο. Τέχνη είναι να ζεις την κάθε στιγμή, μεγάλη ή μικρή. Να μη μετράς τα δευτερόλεπτα απλά να τα ζεις. Και ίσως ο ρυθμός σου να σώσει τους άλλους ανθρώπους. Να τους κάνει να νιώσουν την αλλαγή στη ζωή τους. Να τους κάνει να ξεστομίσουν ένα κρυφό γαμώτο που κουβαλούν για χρόνια. Εκεί κρύβεται λοιπόν η γοητεία. Πίσω από το φως, πίσω απ' τα χαμόγελα, πίσω από την ψεύτικη τέχνη. Μέσα στην αλήθεια που κλείνει μέσα του ένα ωμό γαμώτο μιας ζωής κενής από ύλη και γεμάτης από συναίσθημα.
  Γιατί όποιος δεν γοητεύτηκε ποτέ του από το περιθώριο ήταν εραστής ανέραστος. Κι ας ήταν μπροστά από τα φώτα πάντα ζήλευε το σκοτάδι. Έτσι είναι ο άνθρωπος, κυνηγά ό,τι δεν έχει, ό,τι δεν μπορεί να έχει. Αλίμονο σε όποιον πίστεψε πως η ψυχή για να φωτιστεί χρειάζεται τα  φώτα του έξω κόσμου. Η ψυχή, η τέχνη, το πάθος είναι ήλιοι κι έχουν το δικό τους φως, δεν είναι φεγγάρια σαν τους ανθρώπους. Ίσως ο άνθρωπος να μην καταφέρει ποτέ του να γίνει ήλιος μα πάντα θα έχει μια αχτίδα φωτός να τον λούζει αρκεί να κοιτά ψηλά και να δίνει ρυθμό στη ζωή του. Μόνο έτσι θα γίνει η έμπνευση για την επόμενη νότα στο πεντάγραμμο του σύμπαντος. Κάπου ανάμεσα στη φωνή και στο μελάνι που στάζει πηχτό από την πένα και σημαδεύει για πάντα το χαρτί.

ΠΚ 

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

το κενό

Τα φωτα σβηνουν κι η αυλαια πεφτει εμπρος σου
μια ακόμ' ανάμνηση ξυπνά πίσω απ της σκεψης σου το φως
ακόμη ψάχνεις στα χαρτια για τον αιώνιο εχθρό σου
κι ας ξερεις καταβάθως πως εκείνος ειν ο ίδιος σου ο εαυτος

κάτι σε πνίγει στων βασιλικών φλεβών τους το γαλάζιο πύoν
η υποκρισια του κουτιού σκοτώνει και τα λιγοστά κύτταρα λογικής τους
δεν είσαι τίποτα γιαυτούς μόνο μια μηχανη γέλοντος και δακρύων
μαυρoς καθρεπτης για να αντικατοπτρίζεις τέλεια την ψυχή τους

Γυμνός ο κόσμος από συναισθήματα και ήθος
παίζει, κι ας ξέρει πως απ τη φωτια στο τελος θα καει
αγνώμων από επιλογή μα από τύχη μύθος
σε μια ιστορία επιμελώς καλογραμμένη κτήμα ες αεί

Τα φώτα σβήνουν κι η αυλαία πέφτει εμπρός σου
μια ακόμη ανάμνηση ξυπνά πίσω απ του μίσους το εγω
ακόμα ψάχνεις στα χαρτιά για τον αιώνιο εχθρό σου
κι ας ξερεις μέσα σου βαθειά πως η ψυχή σου κολυμπαει σ' έν' απέραντο κενό




















 κι η ψυχη ευφραίνετ'
παλευει άγρια το σκοτάδι πίσω απ την κουρτίνα






















τα χερια αδειασαν πια απο χειροκροτηματα και

























μια παρασταση ακομα εφτασε στο τελος
τωρα μπορεις τη μασκα σου να βγαλεις και να εισ' ο εαυτο σου

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΜΑΙΟΣ 2014





1ο Βραβείο στον 5ο Πανελλήνιο Μαθητικό Ποιητικό Διαγωνισμό του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 10 ΜΑΙΟΥ 2014 


"Δάκρυα για μια ξεθωριασμένη Αθήνα"

Θεοί και δαίμονες παλεύουν πάνω απ' τον Παρθενώνα
Φωτιά , μες στον καπνό πνίγετ' η Αθήνα
Το άστρο της σβήνει σιγά σιγά
Πόνος, οργή, φτώχεια και πείνα
Πάν οι καιροί που σαν πουλί περήφαν' υψωνόταν στον αιώνα

Οι άνθρωπο ξέπεσαν σε κάλπικους καιρούς
Πού ειν' η ανθρωπιά, η αγάπη κι η ελπίδα ;
Τα φώτα σβήνουν σιγά σιγά
Τα πάντα σκέπασε μια καταιγίδα
Κάτω απ' τις στέγες μανάδες που σπαράζουν, τις ακούς ;

Στης Αθηνάς τα μάτια ένα δάκρυ
Πού ειν' οι περήφανοι οι Έλληνες φωνάζει
Οι Αθηναίοι του Περικλή
Σιωπή μες στην Αθήνα, μα κι η σιωπή έχει πολλά να πει
Μόνο η ελιά της δε μαραίνεται, ριζώνει απ' άκρη σ' άκρη

Θεοί και δαίμονες παλεύουν πάνω απ' τον Παρθενώνα
Μα η Αθηνά γονατιστή αγναντεύει
αστέγους κι ορφανά στου Παραδείσου την αυλή
Σιωπή, κι εκείνη με τις χούφτες της δάκρυα να μαζεύει
Λίγη βροχή να ρίξει ν' αναστήσει τον πνιγμένο απ' τα σκουπίδια Ελαιώνα


Παναγιώτα Καραγιαννίδη

ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2014

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

:)!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Είμαι πολύ χαρούμενη αλλά ταυτόχρονα και πολύ μα πολύ συγκινημένη! Η ιστοσελίδα http://tovivlio.net/ φιλοξένησε ένα ποίημα που έγραψα θέλοντας να σατιρίσω την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Ευχαριστώ πολύ τον κύριο Θερμογιάννη αλλά και τους συντελεστές του ιστοτόπου που δέχθηκαν να με φιλοξενήσουν ως άπειρη και μικρή σε ηλικία που είμαι. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου και σας παραθέτω το ποίημά μου "Ελλάς του Μέλλοντος"
http://tovivlio.net/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%82/

Παναγιώτα Καραγιαννίδη A.K.A WeirdP

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Ο ύμνος των αμάχων

σιωπή, κανένα σύννεφο δε γύρεψε για μέρες να δροσίσει
τ' ολόγιομο φεγγάρι που απλωνότανε χλωμό στο ξερό και άνυδρο στερέωμα
η άμμος γλίστραγε απ' τα ταλαιπωρημένα πόδια των παιδιών στην εξαϋλωμένη θάλασσα
ύμνος για ν' αφανίσουν οι θεοί του κόσμου τα μίση και τα πάθη των ανθρώπων
ύμνος για να ποτίσει η γης από το δάκρυ και το έλεος των αμάχων

μπρος στις καλύβες τους εστίες με θηράματα συγγενικά, περίσσια
γείραν τα κράνη τους για να κρατήσουν μια σταγόνα από το τελευταίο βρόχι του Αυγούστου
κρατήσαν τα τσιμέντα των στρατιωτών βωμούς και ξύλινες καθέδρες
πουλήσαν τ' όνειρο για ν' αντικρίσουν μια ακόμα μέρα τον κόκκινο ήλιο
με τα  αιματοβαμμένα μάτια τους που ναι ξερά κι εκείνα σαν την άμμο που πατούν και φεύγουν

σιωπή, κανένα σύννεφο δε γύρεψε για μέρες να δροσίσει
τ' άδικο το ριμαδιασμένο των ανθρώπων το ξερό καλύβι
φλόγες μονάχα τύλιξαν συφοριασμένες δυο και τρεις μανάδες
γύρω τους πνίγονται τα λόγια μες το αίμα, μα οι πληγές των τέκνων τους μυρίζουν νυχτολούλουδο
καίγετ' η σάρκα τους μα του Αιόλου ο ασκός δεν άνοιξε και δεν χαθήκαν τα όνειρά τους μέσα στο ξερό και άνυδρο στερέωμα



...η σιωπή τους ύμνος να ποτίσει η γης από το δάκρυ και το έλεος των αμάχων

 WeirdP.