Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

«σε κείνον που δεν πίστεψε ποτέ, πως ήταν ποιητής»


των ανθρώπων οι μάσκες έπεσαν
χάραξε η γης
και το φεγγάρι χάθηκε στο φως του ήλιου
ποια αρμύρα άραγε σε ξέρασε στον τοπο μας;


άφοβος απ’ το θάνατο
γίνηκες σα θεός ανάμεσα στα θάματα βαλμένος


και από τ’ ανάθεμα που σκόρπισες
νωρίς νωρίς ακόμη, ήσουν παιδί
σώπασαν όλοι της
γης οι μεγάλοι


μ’ ένα κοντυλοφόρο στα μικρά σου χέρια
θυμάμαι να σκορπάς παντού τις λέξεις
κι ως που να σε μαζέψω
είχες πουλήσει τις μισές
για ένα παιχνίδι


ήσουν παιδί
δεν λύγισες πως τα ρητά σου είχαν αξία
και που να το ξερες
πως κάποτε θα σε διάβαζαν πολλοί


πίσω στ’ ανάθεμα
και το τσιγάρο σα μεγάλωσες,
δε βγήκε από το στόμα σου στιγμή
με κούρασες


δεν το θελες, το ξέρω
ξέχασες πως γεννιούνται οι λέξεις
και πουλήθηκες
για ένα παιχνίδι


μα σε συγχώρησα.
για μένα


ήσουν παιδί
δεν λόγισες πως τα ρητά σου είχαν αξία
άλλωστε που να το ξερες
πως πάνω από το νεκροκρέβατό σου
θα θρηνούσαμε έναν ποιητή


-ξέρετε ποιος γράφει.